υδροχόη
Смотреть что такое "υδροχόη" в других словарях:
υδροχόη — η / ὑδροχόη, ΝΜΑ, και μτγν τ. ὑδροχόα Α αυλάκι, οχετός νερού νεοελλ. (παλαιότερα) είδος δοχείου με το οποίο έχυναν νερό στη λεκάνη τού νιπτήρα, κανάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + χοή (< χέω), πρβλ. οἰνο χόη] … Dictionary of Greek
ὑδροχοῶν — ὑδροχόη conduit fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδροχόην — ὑδροχόη conduit fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδροχόα — ὑδροχόᾱ , ὑδροχόη conduit fem nom/voc/acc dual ὑδροχόᾱ , ὑδροχόη conduit fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδροχόας — ὑδροχόᾱς , ὑδροχόη conduit fem acc pl ὑδροχόᾱς , ὑδροχόη conduit fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίρις — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη του Θαύμαντα και της Ωκεανίδας Ηλέκτρας και εκτελούσε χρέη αγγελιαφόρου των θεών, ιδιαίτερα του Δία και της Ήρας. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ήταν αδελφή της Άρκης που είχε τιμωρηθεί από τον Δία επειδή είχε βοηθήσει τους … Dictionary of Greek
υδρ(ο)- — ΝΜΑ 1. πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στο θ. ὑδρ τού ὕδωρ (για την ετυμολ. τού συνθετικού βλ. λ. ύδωρ) 2. πρώτο συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων που έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια ή νόθα αντιδάνεια, το… … Dictionary of Greek
υδροχόα — ἡ, Α (μτγν τ.) βλ. υδροχόη … Dictionary of Greek
ՋՐԱԴԱՐՁ — (ի, ից.) NBH 2 0676 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 13c գ. διώρυξ fosa, rivus ὐδροχόη canalis. Դարձուած ջրոյ. շրջան եւ ծոց կամ խաղ գետոց. եւ Ջրագնաց. առու. ցանկ կամ փոս առուի նման. *Ի վերայ գետոյն, եւ ʼի վերայ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)